Home ΜΟΥΣΙΚΗ Νικόλας Άσιμος
Νικόλας Άσιμος

Νικόλας Άσιμος

0
0

Ο Νικόλας Άσιμος (πραγματικό όνομα: Νικόλαος Ασημόπουλος, Θεσσαλονίκη, 20 Αυγούστου 1949 – Εξάρχεια Αττικής, 17 Μαρτίου 1988) ήταν Έλληνας στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής κυρίως του ελληνικού ροκ, αλλά τραγούδησε και πολιτικά τραγούδια, μπαλάντες και λαϊκά. Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά. Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που δεν αποδεχόταν την «ταξινόμηση» σε κάποια ιδεολογία. Ο Άσιμος ήταν αρχικά αριστερός, απέκτησε όμως αναρχική συνείδηση λίγο αργότερα και στη συνέχεια ξεπέρασε και τον αναρχισμό, καθώς δεν επιθυμούσε να του «κολλούν ταμπέλες».

Έλληνας στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής. Έντονα πολιτικοποιημένο άτομο με αριστερές καταβολές που αργότερα όμως απέκτησε αναρχική συνείδηση. Είχε έναν εντελώς ασυμβίβαστο τρόπο ζωής. Τραγούδια του έχουν τραγουδήσει η Χαρούλα Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωσταντίνου, Σωτηρία Λεονάρδου, ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ και άλλοι. Ο μπαγάσας Νικόλας Άσιμος έβαλε τέλος στη ζωή του στις 17/3/1988. Αν ζούσε, σήμερα θα ήταν 70 χρονών.

Το πραγματικό του όνομα είναι Νικόλας Ασημόπουλος.

Μικρός είχε ασχοληθεί με το στίβο και το ποδόσφαιρο (τερματοφύλακας). Του είχε γίνει πρόταση από ομάδα της Θεσσαλονίκης να ασχοληθεί επαγγελματικά και αρνήθηκε.

Διάβαζε πολύ ποίηση και είχε αδυναμία στον ποιητή Γιώργο Σουρή.

Του άρεσε να σκαρώνει στιχάκια σε μελωδίες ξένων επιτυχιών της εποχής. Μάλιστα είχε παραφράσει το γαλλικό τραγούδι Monsieur Cannibale και το είχε στείλει στον δημοσιογράφο Νίκο Μαστοράκη, στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος.

Έγραφε κείμενα διαμαρτυρίας για τα προβλήματα του σχολικού συστήματος και τα έστελνε σε όλα τα έντυπα. Εκεί, χρησιμοποίησε πρώτη φορά την υπογραφή Νικόλας Άσιμος.

Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να αποφοιτήσει.

Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη.

Συμμετείχε στο πρόγραμμα του θρυλικού, Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στην Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης.

Τον Οκτώβριο του 1977, λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» («RAF») στα διαβόητα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ στη Δυτική Γερμανία. Μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος.

Δεν υπηρέτησε στον στρατό, δήλωσε ψυχικά ασθενής και στο βιβλιάριο υγείας του έγραφε κλασική περίπτωση «σχιζοειδής ψύχωσης».

Το 1981 γράφει και κυκλοφορεί μόνος χωρίς την υποστήριξη εκδοτικών οίκων της εποχής, το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους».

Μέχρι εκείνη την στιγμή κυκλοφορεί τα τραγούδια του σε παράνομες κασσέτες και τα διακινεί στο πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια και στην Κυψέλη στην τιμή των 100δρχ.

Το Νοέμβριο του 1982 κυκλοφόρησε από την εταιρεία δίσκων «Μίνως» ο μοναδικός δίσκος 33 στροφών (LP) που έβγαλε όσο ζούσε, με τίτλο «Ο Ξαναπές», σε ενορχήστρωση του Θανάση Μπίκου και παραγωγή του Ηλία Μπενέτου. Συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου σε δύο τραγούδια («Αμα σε λέγαν Βάσω» και «Παπάκι»), ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε άλλα δύο («Πιάστηκα Σχοινί Κορδόνι» και «Της Επανάστασης») και η Αθηναΐκή Κομπανία σε ένα τραγούδι («Σεισμός»). Τον Απρίλιο του 1987 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε τον δίσκο του «Χαιρετίσματα» πέντε τραγούδια του ‘Ασιμου : «Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Θα ‘ρθω να σε βρώ», «Θα νικήσουμε (Venceremos)», «Καταρρέω».

Το 1995 ο Στέλιος Καζαντζίδης, περιέλαβε ένα τραγούδι του με τίτλο Ο Φίλος Μας, στο δίσκο Τα Βιώματα μου. Το τραγούδι αυτό, όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου «είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο. Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας».

Είχε εμμονή με το έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου και συγγραφέα Κάρλος Καστανιέδα. Έγραφε ολόκληρα αποσπάσματα σε τοίχους και παγκάκια.

Γείτονές του έλεγαν πως πίστευε πως είναι σαμάνος (θρησκευτικός ηγέτης) και είχε μαγικές ικανότητες.

Το 1987 ο Άσιμος κατηγορήθηκε για το βιασμό κοπέλας. Κάτι που δεν παραδέχτηκε ποτέ και μάλιστα η κοπέλα, αργότερα, πήρε πίσω τις κατηγορίες. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, κρατήθηκε στο ψυχιατρείο των φυλάκων Κορυδαλλού, και του συνταγογραφήθηκαν ισχυρά φάρμακα.

Τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988 έδωσε τέλος στη ζωή του. Κρεμάστηκε στο σπίτι του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Πριν είχε τηλεφωνήσει στον φίλο του Νίκο Ζερβό και του είχε πει ότι δεν αντέχει άλλο. Εκείνος δεν τον πίστεψε. Στο σημείωμα που άφησε έγραφε μεταξύ άλλων «Συγγνώμη, ρε Νίκο, που δε σου άδειασα νωρίτερα τη γωνιά, αλλά ως και ο θάνατος, ο οποίος όμως κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, δε με ήθελε». Απευθυνόταν στον σπιτονοικοκύρη του, που του χρωστούσε ενοίκια και μαζί με κάποιους κατοίκους της περιοχής του έκαναν την ζωή δύσκολή με το να τον φτύνουν, να τον βρίζουν και να γράφουν υβριστικά μηνύματα έξω από την πόρτα του.

Η κηδεία του Νικόλα Άσιμου, έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας, παρουσία 200 περίπου ατόμων. Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό αργότερα να τοποθετηθεί και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με τους στίχους του Μπαγάσα.

 

 

 

tags: